
Έπεφτε δυνατή παγωμένη βροχή που χτυπούσε στα μισόκλειστα πατζούρια,
σαν να ποθούσε να μπει μέσα για να γεμίσει νερό και αστραπή τη σκοτεινή κάμαρα.
Συχνά, ένας κεραυνός έπεφτε πίσω απ' το βουνό και την τράνταζε.
Μα, εκείνη τη βραδιά, η νεαρή γυναίκα είχε πάρει την πιο θαρραλέα
και αληθινά δική της απόφαση που είχε πάρει σ' όλη της τη ζωή
και κανένας δε θα τη σταματούσε,
ούτε ο ίδιος ο βρόντος του κεραυνού που σχίζει τους νυχτερινούς ουρανούς και σκορπίζει τα νυχτοπούλια.
Κοιτούσε τον καθρέφτη αμίλητη, και κάπου κάπου της ξέφευγε ένα ειρωνικό χαμόγελο ανάμεσα στα δάκρυα.
Όλα της φαίνονταν τώρα ανόητα και γελοία.
Αυτοί οι μοχθηροί άνθρωποι που της άρπαξαν την παιδική της θέληση,
τι δύναμη είχαν τώρα μπροστά στην απόφασή της?
Ο πατέρας της, η μάνα της, οι παρέες, οι δάσκαλοι.
Όλοι της έταζαν αγάπη μα της έδιναν απλόχερα μίσος και πικρό θάνατο.
Και για πρώτη φορά το σκέφτηκε έτσι σ' όλη της τη ζωή,
ότι τίποτα πάνω της δεν ήταν δικό της.
Ούτε το σώμα, ούτε η ψυχή της.
Ποτέ δεν κράτησε το χαλινάρι της μοίρας της.
Αλλά τώρα πια ήταν η στιγμή να το κρατήσει έστω και για μια φορά μονάχα,
για να αποδείξει στους κατακτητές της ψυχής της,
ότι ένα μικρό μέρος της παρέμενε ακόμα ελεύθερο.